- τερερέμ
- το, Νμουσ. συλλαβές χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο που χρησιμοποιήθηκαν στη θέση κειμένου σε έντεχνα μαθήματα τής βυζαντινής μουσικής, μελιγματικές συνθέσεις και κρατήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερερέμ — τερερέμ, το και τεριρέμ, το άκλ., μελωδική παράταση ψαλμωδίας χωρίς λέξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τερερίζω — Ν [τερερέμ] 1. παρατείνω εκκλησιαστική ψαλμωδία με τερερέμ 2. συνεκδ. ψάλλω ή τραγουδώ με τρεμουλιαστή φωνή … Dictionary of Greek
τεριρέμ — το, Ν βλ. τερερέμ … Dictionary of Greek
τετερέμ — το, Ν βλ. τερερέμ … Dictionary of Greek
τερερίζω — τερέρισα 1. παρατείνω ψαλμωδία με τερερέμ (βλ. λ.). 2. ψάλλω με τρεμουλιαστή φωνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεριρέμ — το άκλ., τερερέμ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)